πολικλινική

πολικλινική
η, Ν
κλινική τής πόλης, εξωτερικά ιατρεία, συνήθως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, για περιπατητικούς ασθενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. policlinic (< πόλη + κλινική). Λόγω τής ομοηχίας ο τ. συνεχύθη με τον τ. πολυκλινική*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”